Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονίζω
σωφρονικός
Σωφρονίσκος
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
View word page
σωφρονιστικός
making temperate, teaching morality
ShortDef
making temperate, teaching morality
Debugging
Headword:
σωφρονιστικός
Headword (normalized):
σωφρονιστικός
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστικος
IDX:
86502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86503
Key:
Data
{'content': 'making temperate, teaching morality'}