Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονίζω
σωφρονικός
Σωφρονίσκος
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
View word page
σωφρονιστής
one that makes temperate, a chastener, chastiser
ShortDef
one that makes temperate, a chastener, chastiser
Debugging
Headword:
σωφρονιστής
Headword (normalized):
σωφρονιστής
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστης
IDX:
86501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86502
Key:
Data
{'content': 'one that makes temperate, a chastener, chastiser'}