Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωστικός
σωστός
σῶστρα
Σωστράτη
Σώστρατος
σώτειρα
σωτήρ
σωτηρία
σωτηριασταί
σωτήριος
σωτηριώδης
Σωτίων
σῶτρον
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονίζω
σωφρονικός
Σωφρονίσκος
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
View word page
σωτηριώδης
wholesome
ShortDef
wholesome
Debugging
Headword:
σωτηριώδης
Headword (normalized):
σωτηριώδης
Headword (normalized/stripped):
σωτηριωδης
IDX:
86488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86489
Key:
Data
{'content': 'wholesome'}