Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωσίοικος
σωσίπολις
σωστέος
σωστικός
σωστός
σῶστρα
Σωστράτη
Σώστρατος
σώτειρα
σωτήρ
σωτηρία
σωτηριασταί
σωτήριος
σωτηριώδης
Σωτίων
σῶτρον
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονίζω
σωφρονικός
View word page
σωτηρία
a saving, deliverance, preservation, safety
ShortDef
a saving, deliverance, preservation, safety
Debugging
Headword:
σωτηρία
Headword (normalized):
σωτηρία
Headword (normalized/stripped):
σωτηρια
IDX:
86485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86486
Key:
Data
{'content': 'a saving, deliverance, preservation, safety'}