Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς2
σωσάνιον
Σωσικράτης
σωσίοικος
σωσίπολις
σωστέος
σωστικός
σωστός
σῶστρα
Σωστράτη
Σώστρατος
σώτειρα
σωτήρ
σωτηρία
σωτηριασταί
σωτήριος
σωτηριώδης
View word page
σωστικός
able to save, maintain

ShortDef

able to save, maintain

Debugging

Headword:
σωστικός
Headword (normalized):
σωστικός
Headword (normalized/stripped):
σωστικος
IDX:
86478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86479
Key:

Data

{'content': 'able to save, maintain'}