Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς2
σωσάνιον
Σωσικράτης
σωσίοικος
σωσίπολις
σωστέος
σωστικός
View word page
σωρός
a heap
ShortDef
a heap
Debugging
Headword:
σωρός
Headword (normalized):
σωρός
Headword (normalized/stripped):
σωρος
IDX:
86468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86469
Key:
Data
{'content': 'a heap'}