Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς2
σωσάνιον
Σωσικράτης
View word page
σωριτικός
of the nature of the σωρίτης
ShortDef
of the nature of the σωρίτης
Debugging
Headword:
σωριτικός
Headword (normalized):
σωριτικός
Headword (normalized/stripped):
σωριτικος
IDX:
86464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86465
Key:
Data
{'content': 'of the nature of the σωρίτης'}