Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς2
View word page
σωρηδόν
by heaps, in heaps

ShortDef

by heaps, in heaps

Debugging

Headword:
σωρηδόν
Headword (normalized):
σωρηδόν
Headword (normalized/stripped):
σωρηδον
IDX:
86462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86463
Key:

Data

{'content': 'by heaps, in heaps'}