Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
View word page
σωρεύω
to heap

ShortDef

to heap

Debugging

Headword:
σωρεύω
Headword (normalized):
σωρεύω
Headword (normalized/stripped):
σωρευω
IDX:
86461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86462
Key:

Data

{'content': 'to heap'}