Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
View word page
σωρευτός
heaped up
ShortDef
heaped up
Debugging
Headword:
σωρευτός
Headword (normalized):
σωρευτός
Headword (normalized/stripped):
σωρευτος
IDX:
86460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86461
Key:
Data
{'content': 'heaped up'}