Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
View word page
σώρευσις
accumulation

ShortDef

accumulation

Debugging

Headword:
σώρευσις
Headword (normalized):
σώρευσις
Headword (normalized/stripped):
σωρευσις
IDX:
86457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86458
Key:

Data

{'content': 'accumulation'}