Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
View word page
σώρευμα
a heap, pile

ShortDef

a heap, pile

Debugging

Headword:
σώρευμα
Headword (normalized):
σώρευμα
Headword (normalized/stripped):
σωρευμα
IDX:
86456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86457
Key:

Data

{'content': 'a heap, pile'}