Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
View word page
σωρείτης
heaped up

ShortDef

heaped up

Debugging

Headword:
σωρείτης
Headword (normalized):
σωρείτης
Headword (normalized/stripped):
σωρειτης
IDX:
86455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86456
Key:

Data

{'content': 'heaped up'}