Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
σωριτικός
View word page
σωρεία
heaping up

ShortDef

heaping up

Debugging

Headword:
σωρεία
Headword (normalized):
σωρεία
Headword (normalized/stripped):
σωρεια
IDX:
86454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86455
Key:

Data

{'content': 'heaping up'}