Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
σωρείτης
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σωρίτης
View word page
σώρακος
a basket

ShortDef

a basket

Debugging

Headword:
σώρακος
Headword (normalized):
σώρακος
Headword (normalized/stripped):
σωρακος
IDX:
86453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86454
Key:

Data

{'content': 'a basket'}