Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωρεία
View word page
σωματοφυλάκιον
a place where a body is kept, a sepulchre

ShortDef

a place where a body is kept, a sepulchre

Debugging

Headword:
σωματοφυλάκιον
Headword (normalized):
σωματοφυλάκιον
Headword (normalized/stripped):
σωματοφυλακιον
IDX:
86444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86445
Key:

Data

{'content': 'a place where a body is kept, a sepulchre'}