Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
View word page
σωματοφυλακέω
to be a bodyguard

ShortDef

to be a bodyguard

Debugging

Headword:
σωματοφυλακέω
Headword (normalized):
σωματοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
σωματοφυλακεω
IDX:
86442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86443
Key:

Data

{'content': 'to be a bodyguard'}