Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
σωπομπία
View word page
σωματοφόρος
bearing a metallic substance

ShortDef

bearing a metallic substance

Debugging

Headword:
σωματοφόρος
Headword (normalized):
σωματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σωματοφορος
IDX:
86440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86441
Key:

Data

{'content': 'bearing a metallic substance'}