Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωμάτωσις
σωμελής
Σωπάτρειος
View word page
σωματοφόρβος
nourishing the body

ShortDef

nourishing the body

Debugging

Headword:
σωματοφόρβος
Headword (normalized):
σωματοφόρβος
Headword (normalized/stripped):
σωματοφορβος
IDX:
86439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86440
Key:

Data

{'content': 'nourishing the body'}