Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
View word page
σωματουργέω
form into a whole

ShortDef

form into a whole

Debugging

Headword:
σωματουργέω
Headword (normalized):
σωματουργέω
Headword (normalized/stripped):
σωματουργεω
IDX:
86436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86437
Key:

Data

{'content': 'form into a whole'}