Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
View word page
σωματοποιός
giving bodily existence

ShortDef

giving bodily existence

Debugging

Headword:
σωματοποιός
Headword (normalized):
σωματοποιός
Headword (normalized/stripped):
σωματοποιος
IDX:
86433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86434
Key:

Data

{'content': 'giving bodily existence'}