Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφυής
View word page
σωματοποιέω
to make into a body, to consolidate, organise
ShortDef
to make into a body, to consolidate, organise
Debugging
Headword:
σωματοποιέω
Headword (normalized):
σωματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σωματοποιεω
IDX:
86431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86432
Key:
Data
{'content': 'to make into a body, to consolidate, organise'}