Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
View word page
σωματοπλαστικός
forming bodies

ShortDef

forming bodies

Debugging

Headword:
σωματοπλαστικός
Headword (normalized):
σωματοπλαστικός
Headword (normalized/stripped):
σωματοπλαστικος
IDX:
86430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86431
Key:

Data

{'content': 'forming bodies'}