Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
View word page
σωματοπλαστέω
model a body

ShortDef

model a body

Debugging

Headword:
σωματοπλαστέω
Headword (normalized):
σωματοπλαστέω
Headword (normalized/stripped):
σωματοπλαστεω
IDX:
86429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86430
Key:

Data

{'content': 'model a body'}