Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
View word page
σωματοειδής
of the nature of a body, bodily, material
ShortDef
of the nature of a body, bodily, material
Debugging
Headword:
σωματοειδής
Headword (normalized):
σωματοειδής
Headword (normalized/stripped):
σωματοειδης
IDX:
86426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86427
Key:
Data
{'content': 'of the nature of a body, bodily, material'}