Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
View word page
σωματοβλάβεια
bodily harm
ShortDef
bodily harm
Debugging
Headword:
σωματοβλάβεια
Headword (normalized):
σωματοβλάβεια
Headword (normalized/stripped):
σωματοβλαβεια
IDX:
86425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86426
Key:
Data
{'content': 'bodily harm'}