Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιός
View word page
σωμάτιον
a poor body

ShortDef

a poor body

Debugging

Headword:
σωμάτιον
Headword (normalized):
σωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
σωματιον
IDX:
86423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86424
Key:

Data

{'content': 'a poor body'}