Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
View word page
σωματικός
of or for the body, bodily

ShortDef

of or for the body, bodily

Debugging

Headword:
σωματικός
Headword (normalized):
σωματικός
Headword (normalized/stripped):
σωματικος
IDX:
86422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86423
Key:

Data

{'content': 'of or for the body, bodily'}