Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
View word page
σωματίζω
embody

ShortDef

embody

Debugging

Headword:
σωματίζω
Headword (normalized):
σωματίζω
Headword (normalized/stripped):
σωματιζω
IDX:
86421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86422
Key:

Data

{'content': 'embody'}