Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
View word page
σωματίδιον
text
ShortDef
text
Debugging
Headword:
σωματίδιον
Headword (normalized):
σωματίδιον
Headword (normalized/stripped):
σωματιδιον
IDX:
86420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86421
Key:
Data
{'content': 'text'}