Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
View word page
σωματηγός
carrying a body
ShortDef
carrying a body
Debugging
Headword:
σωματηγός
Headword (normalized):
σωματηγός
Headword (normalized/stripped):
σωματηγος
IDX:
86419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86420
Key:
Data
{'content': 'carrying a body'}