Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματομαχέω
View word page
σωματηγέω
carry a body
ShortDef
carry a body
Debugging
Headword:
σωματηγέω
Headword (normalized):
σωματηγέω
Headword (normalized/stripped):
σωματηγεω
IDX:
86418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86419
Key:
Data
{'content': 'carry a body'}