Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
View word page
σωματεμπορέω
trade in slaves

ShortDef

trade in slaves

Debugging

Headword:
σωματεμπορέω
Headword (normalized):
σωματεμπορέω
Headword (normalized/stripped):
σωματεμπορεω
IDX:
86416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86417
Key:

Data

{'content': 'trade in slaves'}