Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτιον
View word page
σωμασκίας
one who takes bodily exercise
ShortDef
one who takes bodily exercise
Debugging
Headword:
σωμασκίας
Headword (normalized):
σωμασκίας
Headword (normalized/stripped):
σωμασκιας
IDX:
86413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86414
Key:
Data
{'content': 'one who takes bodily exercise'}