Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
View word page
σωμασκία
bodily exercise, training of the body
ShortDef
bodily exercise, training of the body
Debugging
Headword:
σωμασκία
Headword (normalized):
σωμασκία
Headword (normalized/stripped):
σωμασκια
IDX:
86412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86413
Key:
Data
{'content': 'bodily exercise, training of the body'}