Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
σωματηγός
View word page
σωμάριστρον
soup-ladle
ShortDef
soup-ladle
Debugging
Headword:
σωμάριστρον
Headword (normalized):
σωμάριστρον
Headword (normalized/stripped):
σωμαριστρον
IDX:
86409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86410
Key:
Data
{'content': 'soup-ladle'}