Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
View word page
σῶμα
the body

ShortDef

the body

Debugging

Headword:
σῶμα
Headword (normalized):
σῶμα
Headword (normalized/stripped):
σωμα
IDX:
86408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86409
Key:

Data

{'content': 'the body'}