Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
View word page
σωληνωτός
like a σωλήν
ShortDef
like a σωλήν
Debugging
Headword:
σωληνωτός
Headword (normalized):
σωληνωτός
Headword (normalized/stripped):
σωληνωτος
IDX:
86407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86408
Key:
Data
{'content': 'like a σωλήν'}