Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
View word page
σωληνοκέντης
fisher of σωλῆνες

ShortDef

fisher of σωλῆνες

Debugging

Headword:
σωληνοκέντης
Headword (normalized):
σωληνοκέντης
Headword (normalized/stripped):
σωληνοκεντης
IDX:
86405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86406
Key:

Data

{'content': 'fisher of σωλῆνες'}