Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
View word page
σωληνοθήρας
one who fishes for the σωλήν 5
ShortDef
one who fishes for the σωλήν 5
Debugging
Headword:
σωληνοθήρας
Headword (normalized):
σωληνοθήρας
Headword (normalized/stripped):
σωληνοθηρας
IDX:
86404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86405
Key:
Data
{'content': 'one who fishes for the σωλήν 5'}