Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
View word page
σωληνοειδής
pipe-shaped, grooved

ShortDef

pipe-shaped, grooved

Debugging

Headword:
σωληνοειδής
Headword (normalized):
σωληνοειδής
Headword (normalized/stripped):
σωληνοειδης
IDX:
86403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86404
Key:

Data

{'content': 'pipe-shaped, grooved'}