Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σωκρατικός
Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωληνωτός
σῶμα
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
View word page
σωληνιστής
one who fishes for the σωλήν 5

ShortDef

one who fishes for the σωλήν 5

Debugging

Headword:
σωληνιστής
Headword (normalized):
σωληνιστής
Headword (normalized/stripped):
σωληνιστης
IDX:
86402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86403
Key:

Data

{'content': 'one who fishes for the σωλήν 5'}