Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σωκλῆς
σῶκος
Σωκρατεῖον
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
View word page
σωλήν
a channel, gutter, pipe

ShortDef

a channel, gutter, pipe

Debugging

Headword:
σωλήν
Headword (normalized):
σωλήν
Headword (normalized/stripped):
σωλην
IDX:
86396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86397
Key:

Data

{'content': 'a channel, gutter, pipe'}