Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωκέω
Σωκλῆς
σῶκος
Σωκρατεῖον
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
View word page
σωλάριον
solarium
ShortDef
solarium
Debugging
Headword:
σωλάριον
Headword (normalized):
σωλάριον
Headword (normalized/stripped):
σωλαριον
IDX:
86395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86396
Key:
Data
{'content': 'solarium'}