Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωκάριον
σωκέω
Σωκλῆς
σῶκος
Σωκρατεῖον
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
View word page
Σωκρατόγομφος
patched up by Socrates

ShortDef

patched up by Socrates

Debugging

Headword:
Σωκρατόγομφος
Headword (normalized):
σωκρατόγομφος
Headword (normalized/stripped):
σωκρατογομφος
IDX:
86394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86395
Key:

Data

{'content': 'patched up by Socrates'}