Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
σχολικός
σχολιογράφος
σχόλιον
σχόμενος
σῶδες
σῴζω
σωκάριον
σωκέω
Σωκλῆς
σῶκος
Σωκρατεῖον
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
View word page
σωκέω
to have strength
ShortDef
to have strength
Debugging
Headword:
σωκέω
Headword (normalized):
σωκέω
Headword (normalized/stripped):
σωκεω
IDX:
86385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86386
Key:
Data
{'content': 'to have strength'}