Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
σχολικός
σχολιογράφος
σχόλιον
σχόμενος
σῶδες
σῴζω
σωκάριον
σωκέω
View word page
σχολή
spare time, leisure, rest, ease; σχολῇ scarcely

ShortDef

spare time, leisure, rest, ease; σχολῇ scarcely

Debugging

Headword:
σχολή
Headword (normalized):
σχολή
Headword (normalized/stripped):
σχολη
IDX:
86375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86376
Key:

Data

{'content': 'spare time, leisure, rest, ease; σχολῇ scarcely'}