Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
σχολικός
σχολιογράφος
σχόλιον
σχόμενος
σῶδες
View word page
σχολαστικός
enjoying leisure

ShortDef

enjoying leisure

Debugging

Headword:
σχολαστικός
Headword (normalized):
σχολαστικός
Headword (normalized/stripped):
σχολαστικος
IDX:
86372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86373
Key:

Data

{'content': 'enjoying leisure'}