Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
View word page
σχολαρχέω
to be the head of a school
ShortDef
to be the head of a school
Debugging
Headword:
σχολαρχέω
Headword (normalized):
σχολαρχέω
Headword (normalized/stripped):
σχολαρχεω
IDX:
86367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86368
Key:
Data
{'content': 'to be the head of a school'}