Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
View word page
σχολάριος
one of the Imperial guards

ShortDef

one of the Imperial guards

Debugging

Headword:
σχολάριος
Headword (normalized):
σχολάριος
Headword (normalized/stripped):
σχολαριος
IDX:
86366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86367
Key:

Data

{'content': 'one of the Imperial guards'}